Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
θυμοσοφικός — ή, ό (Α θυμοσοφικός, ή, όν) [θυμόσοφος] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη θυμοσοφία ή στον θυμόσοφο … Dictionary of Greek